- εβονίτης
- Υλικό που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ποικίλων αντικειμένων και κυρίως στην επικάλυψη μεταλλικών επιφανειών, επειδή τις προστατεύει από τα οξέα (ιδιαίτερα από το υδροχλωρικό) και από άλλα χημικά αντιδραστήρια. Ο ε. δεν διαφέρει σε τίποτε από το ελαστικό, εκτός από την αυξημένη περιεκτικότητά του σε θείο· πράγματι, αυτή ανέρχεται το πολύ σε 8% στο ελαστικό, ενώ υπερβαίνει τα 32% (μέγιστο 50%) στον ε. Η παρασκευή του ε. γίνεται σε κατάλληλους μείκτες, όπου το μείγμα ελαστικό-θείο και άλλα συστατικά εκτίθενται στη δράση της θερμότητας (θείωση). Η φάση αυτή της παρασκευής είναι όμοια με την αντίστοιχη του ελαστικού, αλλά στον ε. διαρκεί περισσότερο. Όσο περισσότερο διαρκεί η θείωση (βουλκανισμός) τόσο σκληρότερος είναι ο ε. που κατασκευάζεται. Το μείγμα μπορεί να χυθεί σε τύπους διαφόρων σχημάτων, να γίνει φύλλα, σωλήνες κλπ.
Η προστασία κατά των οξέων γίνεται με φύλλα ε. κατάλληλου πάχους, τα οποία επικολλώνται στις επιφάνειες που θα δεχτούν τα οξέα, αφού προηγουμένως αυτές καθαριστούν με άμμο, απαλλαγούν από τα λίπη και επιχριστούν με διάλυμα υγρού ε. Ύστερα οι επιφάνειες αυτές κυλινδρώνονται για να προσκολληθούν τελείως τα φύλλα και τοποθετείται το δοχείο (δεξαμενή ή σωλήνας) σε κλιβάνους για το ψήσιμο σε 125-150°C, για 3 ώρες. Μετά την ψύξη, η προστασία τελειώνει με τη λείανση και τον έλεγχο των ενώσεων.
* * *οπλαστική ύλη που παρασκευάζεται με κατεργασία τού καουτσούκ με θειάφι. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή μονωτικών για ηλεκτρικές συσκευές.
Dictionary of Greek. 2013.